- ξανακεντώ
- ξανακεντάω μετ.1) вышивать заново; 2) снова колоть, жалить, причинять боль; 3) снова подгонять, понукать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξανακεντώ — άω 1. τρυπώ πάλι με αιχμή, ξανατρυπώ, ξανακεντρίζω 2. φτειάχνω πάλι κέντημα 3. μτφ. κατακαίω κάποιον ή κάτι πάλι («και πάλι βρίσκω τη φωτιά πάλι ξανακεντά με», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek